- έκθεση
- η1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα.2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. – Έκθεση βιβλίου. – Έκθεση ζωγραφικής.3. ο τόπος ή το ίδρυμα, όπου διοργανώνεται η έκθεση προϊόντων κτλ.: Το σχολείο μας στεγάζεται προσωρινά στην Έκθεση.4. το να υποβάλλεται κάτι στην επίδραση διάφορων φυσικών ή χημικών παραγόντων: Έκθεση στα ρεύματα. – Έκθεση στη βροχή. – Έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες κτλ.5. μτφ., λεπτομερής αφήγηση γεγονότων ή αξιολογική περιγραφή πράγματος και προσώπων καθώς και το έγγραφο που συντάσσεται γι' αυτό: Ιατροδικαστική έκθεση. – Έκθεση προσόντων του υπαλλήλου τάδε.6. κλάδος του γλωσσικού μαθήματος, που επιδιώκει τη σωστή διατύπωση των διανοημάτων του μαθητή με λογική σειρά, ακρίβεια και γλαφυρότητα.7. (λογοτ.), το πρώτο μέρος της διήγησης (ακολουθούν η πλοκή και η λύση), που κατατοπίζει για τόπο, χρόνο, πρόσωπα και για όσα προηγήθηκαν από την υπόθεση, ο πρόλογος.8. (νομ.), η εγκατάλειψη από τους γονείς των ανήλικων ή ανάπηρων ή άρρωστων παιδιών τους χωρίς βοήθεια και γενικά η εγκατάλειψη ανθρώπων άρρωστων ή ανάπηρων από αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να τους περιθάλπουν.9. (μουσ.), το τμήμα μουσικής σύνθεσης, όπου παρουσιάζονται για πρώτη φορά τα διάφορα θεματικά στοιχεία.10. φρ. «έκθεση βρέφους», η λαθραία τοποθέτηση βρέφους σε μέρος ερημικό και η εγκατάλειψή του εκεί (έκθετο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.